- ξυλόκοκκον
- ξῠλό-κοκκον, τό,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυλόκοκκον — ξυλόκοκκον, τὸ (Α) πολύ μικρή μονάδα βάρους, το κεράτιον, σημερ. καράτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κόκκος «είδος μέτρου»] … Dictionary of Greek
ξυλόκοκκα — ξυλόκοκκον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… … Dictionary of Greek