ξυλόκοκκον

ξυλόκοκκον
ξῠλό-κοκκον, τό,
A = κεράτιον II, Aët.9.32.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξυλόκοκκον — ξυλόκοκκον, τὸ (Α) πολύ μικρή μονάδα βάρους, το κεράτιον, σημερ. καράτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κόκκος «είδος μέτρου»] …   Dictionary of Greek

  • ξυλόκοκκα — ξυλόκοκκον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”